«Αίμα αντί αίματος» - Οι βεντέτες που συγκλόνισαν την Ελλάδα και κράτησαν δεκαετίες ολόκληρες
Από τους πέτρινους πύργους της Μάνης, μέχρι και τα άγρια βουνά της Κρήτης, οι βεντέτες έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια στην ψυχή και τη μνήμη των κατοίκων αυτών των περιοχών.
Παλιές εκκρεμότητες, κτηματικές διαμάχες και κληρονομικά, προσωπικές διαφορές και προξενιά, φόνοι που ζητούν εκδίκηση.
Ακόμα και μια παρεξήγηση ή μια προσβολή -όπως έχει καταγράψει η ιστορία- αρκούν για να ξεσπάσει μια βεντέτα και να χαθούν ανθρώπινες ζωές. Μια βεντέτα που σβήνει μόνον όταν «σβήσει» και το αίμα, όπως έλεγαν οι παλιοί. Κρατά δεκαετίες ολόκληρες και «γεννά» φόβο και μίσος. Έναν φαύλο κύκλο βίας που δεν γνωρίζει όρια.
Γιατί η βεντέτα , δεν είναι απλώς μια προσωπική υπόθεση, είναι ένας κώδικας τιμής. Ένας άγραφος νόμος που οδηγεί στο θάνατο. Από τους πέτρινους πύργους της Μάνης, μέχρι και τα άγρια βουνά της Κρήτης οι βεντέτες έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια στην ψυχή και τη μνήμη των κατοίκων αυτών των περιοχών.
Η βεντέτα που έχει βυθίσει στο πένθος τα Βορίζια, δεν είναι παρά ένα ακόμη κομμάτι στο «παζλ» της εκδίκησης αλλά και η απόδειξη πως η δικαιοσύνη πολλές φορές «γράφεται» από τα χέρια εκείνων που προτιμούν να την κρατήσουν μακριά από τις δικαστικές αίθουσες.
Οι περιοχές που εξακολουθούν να «πληγώνονται» ακόμα και στις μέρες μας, η Μάνη και η Κρήτη, μετρούν απώλειες. Από τον μεσαίωνα και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου η απουσία οργανωμένης δικαιοσύνης οδηγούσε τις οικογένειες να παίρνουν «το δίκιο στα χέρια τους», ο κύκλος του αίματος μπορούσε να κρατήσει δεκαετίες, με φόνους «αντεκδίκησης» ακόμη και σε τρίτη ή τέταρτη γενιά. Για την τιμή και την υπόληψη.
Οι πιο γνωστές βεντέτες, οι αιτίες που ξεκίνησε το κακό και τα θύματα
«Αίμα αντί αίματος», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Σαρδηνία, Σικελία, Ελλάδα, Αλβανία, Βαλκάνια… η εκδίκηση για φόνο, από τα βάθη των αιώνων, δεν γνώριζε σύνορα και πάντοτε θεωρούνταν υποχρέωση τιμής. «Το αίμα ξεπλένεται με αίμα» λένε ακόμα και στις μέρες μας. Σφακιά, Ανώγεια, Μυλοπόταμος, Μεσαρά, αλλά και Λακωνική και Μεσσηνιακή Μάνη. Μέχρι και στρατιωτικός νόμος έχει κηρυχθεί στη Κρήτη, το καλοκαίρι του 1950. Στη χώρα μας, οι πιο γνωστές βεντέτες με αιματοχυσίες οικογενειών, έχουν γίνει πρωτοσέλιδα…
Η δίψα για εκδίκηση που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 140 θύματα και έληξε με σασμό!
Μια είναι η περίπτωση που μετρά τα περισσότερα θύματα μέχρι σήμερα. Οι οικογένειες Σαρτζέτη (Σαρτζετάκη) και Πεντάρη (Πενταράκη), δύο από τις μεγαλύτερες οικογένειες των Χανίων, σημαδεύτηκαν από τη συγκλονιστικότερη βεντέτα που έχει καταγραφεί ποτέ στα χρονικά. Ο φόρος αίματος που χύθηκε από το 1941, οπότε και ξεκίνησε η βεντέτα έως το 1985 ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Χάθηκαν 110 ζωές ενώ υπάρχουν αναφορές πως ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων ξεπερνά τα 140.
Η τελεία μπήκε μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, με την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, όταν τον ψήφισε κι ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Πεντάρης. Μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε ως σασμός που έφερε τελικά τη συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο οικογένειες.
Γιάννης Παπαδόσηφος: «Έκανα το χρέος μου και τώρα είμαι καλά. Λευτερώθηκα».
Τα λόγια του Γιάννη Παπαδόσηφου κι οι πυροβολισμοί που είχαν προηγηθεί μέσα στο Εφετείο Πειραιά, πάγωσαν το ακροατήριο. Η δικαιοσύνη για τη δολοφονία του παιδιού του μαυροφορεμένου άνδρα, ήρθε μέσα από ένα Luger που είχε κρύψει στη μακριά γενειάδα και την μπλούζα του. Με αυτό είχε κόψει το νήμα της ζωής του Γιάννη Βενιεράκη, ο οποίος τον Αύγουστο του 1983, είχε σκοτώσει τον Μανώλη Παπαδόσηφο στο Ρέθυμνο. Οι μαρτυρίες μιλούν για μια γυναίκα που διεκδικούσαν κι οι δύο κι η οποία έμελλε να γίνει το «μήλον της έριδος».
Από εκείνη την ημέρα, ο πατέρας του Μανώλη ορκίστηκε εκδίκηση και κατάφερε να «ξεδιψάσει» την οργή του πέντε χρόνια μετά. Το 1988 βρέθηκε στη δικαστική αίθουσα οπλισμένος, χωρίς να το αντιληφθούν οι αστυνομικοί. Κράτησε με αποφασιστικότητα στα χέρια του το Luger που είχε αρπάξει κάποτε από ένα Γερμανό στρατιώτη ο πατέρας του και πυροβόλησε ξανά και ξανά. Ο Βενιεράκης έπεσε νεκρός κι εκείνος, όπως ισχυρίστηκε, «λευτερώθηκε», παρόλο που καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης.
Βεντέτα για μια κουδούνα κατσίκας κι ένα χωριό που έγινε «φάντασμα»
Είναι από τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να τις συλλάβει κανείς. Δεκαετία του ’50. Ένα παιδί περπατά στα μονοπάτια ενός γραφικού χωριού των Σφακίων, στην Αράδαινα. Στο διάβα του βρίσκει μια κουδούνα κατσίκας κι αποφασίζει να την κρατήσει. Ο ιδιοκτήτης του ζώου το αντιλαμβάνεται και το παιδί αρνείται να την επιστρέψει. Εκείνος πηγαίνει στο σπίτι του παιδιού και η βεντέτα ξεκινά. Ο απολογισμός βαρύς. Επτά νεκροί κι ένα χωριό που εγκαταλείφθηκε απ’ όσους επέζησαν για να κλείσει ο κύκλος του αίματος και να μη συνεχιστεί το κακό.
Η βεντέτα που ξεκίνησε μετά τη δολοφονία μιας γυναίκας
Μουζουράκηδες και Δικωνυμάκηδες. Μια βεντέτα που ξεκίνησε το 1994 μετά τη δολοφονία της 55χρονης Φωτούλας Μουζουράκη στην αγροτική περιοχή του Κυπαρισσώνα Αποκορώνου. Η γυναίκα που μεγάλωνε μόνη της τέσσερα παιδιά, βρέθηκε στραγγαλισμένη στις 23 Μαϊου του ’94. Οι μαρτυρίες λένε πως ο γιος του Μανώλη Δικωνυμάκη, Μιχάλης, μαζί με τον φίλο του Νίκο Πολλάκη, την εντόπισαν όταν οδηγούσε το αυτοκίνητό της. Την ακινητοποίησαν, την κακοποίησαν σεξουαλικά και στο τέλος τη στραγγάλισαν.
Η βεντέτα που ξέσπασε, δεν περιορίστηκε στην Κρήτη. «Πέρασε» από την Αμαλιάδα, τη Μυτιλήνη και το Περιστέρι, αφήνοντας πίσω της έξι νεκρούς κι ακόμα ένα χωριό που ερήμωσε.
Κι αυτές είναι μερικές μόνον από τις ιστορίες που έχουν γραφτεί με αίμα κι έχουν λήξει με θάνατο. Μέχρι το σασμό. Αν έρθει ποτέ για τις οικογένειες που αλληλοσκοτώνονται. Γιατί ο σασμός δεν είναι μια απλή «συγγνώμη». Είναι ιεροτελεστία κι υπόσχεση συμφιλίωσης. Κι έρχεται είτε με τη βοήθεια ανθρώπων κοινής αποδοχής, όπως ο ιερέας και ο δάσκαλος, είτε με τη συνάντηση των οικογενειών σε ουδέτερο μέρος ή σε μια εκκλησία, είτε με μια συμβολική πράξη ειρήνης ή μια κουμπαριά, ώστε να υπάρχει πια συγγένεια, και να είναι αδιανόητο να ξαναχυθεί αίμα.